- προβόσκημα
- προβόσκ-ημα, ατος, τό,A plate, dish, Ph.2.547.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβόσκημα — τὸ, Α μεγάλο πιάτο φαγητού, πιατέλα, παροψίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βόσκημα (< βόσκω)] … Dictionary of Greek